παραδιαβάζω

παραδιαβάζω
ΝΜ
νεοελλ.
διαβάζω πάρα πολύ, υπερβολικά
μσν.
διασκεδάζω, περνώ την ώρα μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραδιάβασμα — το [παραδιαβάζω] υπερβολικό διάβασμα …   Dictionary of Greek

  • παραδιαβασμός — ό, Μ [παραδιαβάζω] περιδιάβαση …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”